- θολοσκέπαστος
- -η, -οαυτός που έχει θολωτή στέγη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θολοσκέπαστος — η, ο αυτός που έχει θολωτή σκεπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + σκεπαστος < σκεπάζω (πρβλ. ανθο σκέπαστος, ολο σκέπαστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο] … Dictionary of Greek
θόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * ο (ΑΜ θόλος, ὁ και ἡ, Μ και ουδ. θόλον, τό)… … Dictionary of Greek